- φρουριακός
- -ή, -ό / φρουριακός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φρούριονεοελλ.αυτός που αποτελείται από φρούρια («φρουριακό συγκρότημα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φρούριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.